χάννη

χάννη
χάννη
sea-perch
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χάννη — και δωρ. τ. χάννα, ἡ, Α είδος θαλάσσιου σαρκοφάγου ψαριού, που ονομάστηκε έτσι λόγω τού μεγάλου και συνήθως ανοιχτού στόματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν τού ρ. χαίνω (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • χάνναι — χάννη sea perch fem nom/voc pl χάννᾱͅ , χάννη sea perch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνναις — χάννη sea perch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάννην — χάννη sea perch fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάννης — χάννη sea perch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάννος — ο, ΝΑ, και χάνος Ν ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla τής οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη… …   Dictionary of Greek

  • χάννα — χάννᾱ , χάννη sea perch fem nom/voc/acc dual χάννᾱ , χάννη sea perch fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάννας — χάννᾱς , χάννη sea perch fem acc pl χάννᾱς , χάννη sea perch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάννα — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. χάννη …   Dictionary of Greek

  • χαννιαίος — ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το λυγγούριον* ή ο τουρμαλίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάννη «είδος ψαριού» + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”